- εθνοκατάρατος
- η , ο [ος , ον ] проклятый своим народом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εθνοκατάρατος — η, ο ο καταραμένος από ολόκληρο το έθνος: Εθνοκατάρατος προδότης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εθνοκατάρατος — η, ο ο καταραμένος απ όλο το έθνος («εθνοκατάρατη διχόνοια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στο Προκήρυγμα Εθν. Στόλου] … Dictionary of Greek